παραίνεση

παραίνεση
η
συμβουλή, νουθεσία, προτροπή, ορμήνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραίνεση — η / παραίνεσις, έσεως, Ν ΜΑ [παραινώ] 1. παρότρυνση, παρακίνηση, προτροπή που κάνει κάποιος για έναν συγκεκριμένο σκοπό 2. λόγος με διδακτικό περιεχόμενο, συμβουλή, νουθεσία μσν. αρχ. γνώμη που εκφέρεται από κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα («τῆς… …   Dictionary of Greek

  • παραινέσῃ — παραινέσηι , παραίνεσις exhortation fem dat sg (epic) παραινέω exhort aor subj mid 2nd sg παραινέω exhort aor subj act 3rd sg παραινέω exhort fut ind mid 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαραινώ — ἀντιπαραινῶ ( έω) (Α) δίνω σε κάποιον παραίνεση διαφορετική απ αυτή που έχει ήδη δεχθεί …   Dictionary of Greek

  • εφημοσύνη — ἐφημοσύνη, ἡ (Α) [εφίημι] εντολή, διαταγή, παραίνεση …   Dictionary of Greek

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”